- τουρκουάζ
- Το ορυκτό κάλλαϊς.
* * *το, Νβλ. τυρκουάζ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρκουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. πολύτιμος λίθος αδιαφανής, περουζές, γαλαζόπετρα. 2. χρωματισμός γαλάζιος ως γαλαζοπράσινος. 3. ύφασμα μεταξομπαμπακερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυρκουάζ — και τουρκουάζ, το, Ν άκλ. 1. (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού χαλκού και τού αργιλίου, ανοιχτού κυανού χρώματος, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως πολύτιμος λίθος 2. (κατ. επέκτ.) το γαλαζοπράσινο χρώμα 3. είδος υφάσματος από μετάξι και βαμβάκι … Dictionary of Greek
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek